αστραβηλάτης

αστραβηλάτης
ἀστραβηλάτης, ο (Α)
ο ημιονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστράβη + -ηλάτης < ελαύνω «οδηγώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀστραβηλάτης — muleteer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραβηλάται — ἀστραβηλάτης muleteer masc nom/voc pl ἀστραβηλάτᾱͅ , ἀστραβηλάτης muleteer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραβηλάτου — ἀστραβηλάτης muleteer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραβηλάτας — ἀστραβηλάτᾱς , ἀστραβηλάτης muleteer masc acc pl ἀστραβηλάτᾱς , ἀστραβηλάτης muleteer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστράβη — η (AM ἀστράβη) αρχ. μσν. 1. το σαμάρι του μουλαριού 2. ο σκελετός του σαμαριού 3. το μουλάρι νεοελλ. εσωτερική ενίσχυση του σκελετού του σκάφους. αρχ. είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τεχνικός όρος, πιθ. ξένης προέλευσης. Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”